- παχύμετρο
- τομετρολ. όργανο ακριβέστατων γραμμικών μετρήσεων που αποτελείται από βαθμονομημένο κανόνα, ο οποίος απολήγει σε κάθετο ράμφος, και από δρομέα, που ολισθαίνει επί τού κανόνα και έχει επίσης ράμφος παράλληλο προς το προηγούμενο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pachymeter < παχυ-* + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. παχύμετρον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις)].
Dictionary of Greek. 2013.