παχύμετρο

παχύμετρο
το
μετρολ. όργανο ακριβέστατων γραμμικών μετρήσεων που αποτελείται από βαθμονομημένο κανόνα, ο οποίος απολήγει σε κάθετο ράμφος, και από δρομέα, που ολισθαίνει επί τού κανόνα και έχει επίσης ράμφος παράλληλο προς το προηγούμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pachymeter < παχυ-* + μέτρο. Η λ., στον λόγιο τ. παχύμετρον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βερνίκι — Στη ζωγραφική, ο όρος δηλώνει διάφορες χημικές ενώσεις κατάλληλες για την επίστρωση των χρωμάτων, για τη διόρθωση ενός έργου και για την προστασία ενός πίνακα από τις καιρικές συνθήκες. Ανάλογα με τη χρήση τους, τα β. αποτελούνται από διαλύματα… …   Dictionary of Greek

  • ελεγκτήρας — Όργανο μέτρησης που στη μηχανουργική τεχνολογία χρησιμεύει για τον γρήγορο έλεγχο των διαστάσεων των κατεργάσιμων τεμαχίων. Οι ε. έχουν διάφορες μορφές, ανάλογα με τα τεμάχια που προορίζονται να μετρήσουν. Διακρίνονται σε σταθερούς (για τον… …   Dictionary of Greek

  • παχυ- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. παχύς και προσδίδει στο β συνθετικό τις σημ: α) «παχύς, χοντρός, εξογκωμένος, πηχτός» (πρβλ. παχύ αιμος, παχύδερμος, παχύ ρρευστος, παχύ σαρκος, παχύ σωμος) β)… …   Dictionary of Greek

  • βερνιέρος — Όργανο με το οποίο μετριούνται τα κλάσματα μιας δεδομένης μονάδας μέτρησης. O β. που χρησιμοποιείται για την ακριβή μέτρηση του μήκους, του πάχους, της εξωτερικής διαμέτρου κλπ. είναι προσαρμοσμένος επάνω στο λεγόμενο παχόμετρο. Το σύστημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”